- ἠλέκτρους
- ἤλεκτρονamberfem acc plἤλεκτρονambermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτρούς — ἠλεκτροῡς, oῡv (Α) πάπ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από ήλεκτρο, ηλέκτρινος («δακτυλίδιον ἠλεκτροῡν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο, κατά τα αργυρ ούς, χρυσ ούς] … Dictionary of Greek